Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὦ φίλτατον

См. также в других словарях:

  • φίλτατον — φίλτατος one s nearest and dearest masc acc sg φίλτατος one s nearest and dearest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εταιρίζω — ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) [εταίρος] 1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἑταιρίζομαι εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • κύρκας — κύρκας, ὁ (Μ) 1. η ινδική όρνιθα, ο κούρκος, ο γάλος 2. μτφ. θωπευτική προσηγορία τών ανδρών από τις γυναίκες («οὕτω καὶ νῡν ἀνάστησον τὸν φίλτατόν μου κύρκαν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κούρκος*] …   Dictionary of Greek

  • υπαγκάλισμα — τὸ, Α [ὑπαγκαλίζω] (για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο τού εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»